ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Papadopoulos.evag@gmail.com
Από την αρχή της δημοσιογραφικής μου καριέρας διάλεξα το δρόμο της ελευθεροτυπίας και της εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς εκπτώσεις.
Η επιλογή αυτή ήταν και δύσκολη και επικίνδυνη. Έπρεπε να επιβιώσω, να ασκήσω έντιμα το επάγγελμα και να προστατευτώ από τα αδίστακτα συμφέροντα και τις αναπόφευκτες επαγγελματικές αντιζηλίες και τα ύπουλα παιχνίδια εις βάρος μου.
Όμως, άντεξα και πρόφτασα, όχι μόνο να υπηρετήσω το κοινωνικό σύνολο αλλά και να προβλέψω τα δεινά που τώρα βιώνουμε όλοι, χωρίς ελπίδα! Άσκησα σκληρή κριτική και ενημέρωσα με στοιχεία, ότι θα έπρεπε να ξεφύγουμε από τις ιδεοληψίες, τους φανατισμούς και τους μύθους για να φτιάξουμε ένα σύγχρονο ανθρώπινο κράτος και ένα όσο το δυνατό δημοκρατικό πολίτευμα.
Αυτά που λένε τώρα πολλοί, τα λένε με καθυστέρηση δεκαετιών. Όταν τα πρωτοέγραψα και τα είπα στις εκπομπές μου, πριν από 20-30 χρόνια, ορισμένοι τα χαρακτήρισαν υπερβολικά, ακραία, ανεφάρμοστα και όχι σωστά. Και οι υπόχρεοι όχι μόνο τα αγνόησαν, αλλά και τα περιφρόνησαν!
Σήμερα τα γεγονότα με δικαίωσαν σε όλα τα σημεία και αισθάνομαι υπερήφανος για τη δημοσιογραφική μου επιβεβαίωση. Δυστυχώς όμως η βεβαίωση αυτή είναι θλιβερή! Χίλιες φορές να έπεφτα έξω, παρά να επιβεβαιωθώ και να φτάσουμε στα σημερινά χάλια!
Αγωνίστηκα να πείσω την πολιτική ηγεσία να φροντίσει τον Ελληνισμό της διασποράς και να ενισχύσει να προβάλλει και να διαδώσει τον πολιτισμό και τη γλώσσα μας. Δεν έκαναν τίποτε. Ο Ελληνισμός της διασποράς συρρικνώθηκε, το λόμπυ μας εξασθένησε, τα Πατριαρχεία μας αδυνάτησαν ή κατέρρευσαν.
Αγωνίστηκα να τους πείσω ότι θα έπρεπε να διεκδικήσουν τα συμφέροντά μας και να είναι αυστηροί και αποφασιστικοί προς τους γείτονες και προς όλους χωρίς να είναι συνεχώς ενδοτικοί και υποχωρητικοί. Δεν το έκαναν.
Κουράστηκα να επισημαίνω πως έπρεπε όλοι μας να σκύψουμε στην αυτογνωσία μας και στη μοναδικότητα της ιστορίας μας, της λαϊκής παράδοσης, της εθνικής μας κληρονομιάς, στη δύναμη των κοινοτήτων και στο πρότυπο των Αμπελακίων, στους πνευματικούς χυμούς και τις αξίες της καθ’ ημάς Ανατολής! Με αγνόησαν. Συνέχισαν να αποδέχονται την ξενοκρατία στη χώρα, να την διατηρούν στη Δύση, στο ΝΑΤΟ, στην ΕΟΚ, στο Μάαστριχτ, στην ΟΝΕ και την Ε.Ε. με όρους όχι ισότητας αλλά υποτέλειας. Κατάργησαν τους δήμους με τον «Καποδίστρια» και τις νομαρχίες-κοινότητες με τον «Καλλικράτη» δημιουργώντας υπερμεγέθεις αυτοδιοικητικές μονάδες και ακυρώνοντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο και περιορίζοντας το εύρος της Δημοκρατίας. Γίναμε μεταπράτες και ευρωλιγούρηδες.
Υποστήριζα όλα αυτά τα χρόνια πως θα πρέπει να παύσουμε να ζούμε με μύθους που δημιούργησαν μετά το 1974 για κομματικούς και πελατειακούς λόγους με αποτέλεσμα σήμερα οι μύθοι αυτοί να καταρρεύσουν και οι πολίτες ν’ αντικρίζουν την σκληρή πραγματικότητα που ζούμε.
Φώναζα και χτυπιόμουν να βάλουν φραγμό στο κύμα των λαθρομεταναστών, στην ασυδοσία των τοκογλύφων και των τραπεζών, στην αυταρχικότητα των Βρυξελλών, στη βουλιμία των ξένων και ντόπιων συμφερόντων. Είχαν κλείσει τα αυτιά τους και με κυνήγησαν. Τώρα, όλοι αγανακτούν για τις συνθήκες διαβίωσης, τώρα όλοι βρίσκονται χρεωμένοι στο χείλος της καταστροφής, τώρα έχουμε κατοχή και νεοεποχήτικη κυβέρνηση. Είναι αργά όμως για δάκρυα...
Φώναζα και χτυπιόμουν γιατί οι ταγοί αυτής της χώρας εγκατέλειψαν την ιδεολογική θωράκιση του Λαού και οι νικητές σ’ όλα τα επίπεδα έγιναν υποτελείς στους ηττημένους. Σήμερα δεν έχουμε σημείο αναφοράς. Δεν έχουμε σαφείς προσανατολισμούς. Δεν έχουμε στόχους και όραμα. Κυρίως όμως χάσαμε το συνεκτικό στοιχείο της κοινωνίας μας. Γίναμε ανώνυμα νούμερα και αριθμοί λογιστικών καταστάσεων τραπεζών, οικονομικών ομίλων, επενδυτικών και χρηματιστηριακών εταιρειών.
Μου λένε σήμερα πολλοί φίλοι: Γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν βγαίνεις να τα πεις;
Μα τα λέω 40 χρόνια! Σήμερα λένε όλοι αυτά που έλεγα πριν από χρόνια ακόμα και με τις ίδιες δικές μου φράσεις! Τι έχω να προσθέσω εγώ;
Νιώθω υπερήφανος για την ηθική αυτή δικαίωση, αλλά η δικαίωση αυτή είναι θλιβερή!
Αν μιλήσω τώρα, θα πω άλλα για τα οποία σήμερα δεν ασχολείται κανείς.
Αυτά τα άλλα, όμως, όταν θα έρθει η ώρα…